Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Αυτήν την ξανθιά να την Αγαπάς

   Όταν στην οικογένεια αποφασίζουμε να κάνουμε ταξίδι τότε το ταξίδι πρέπει να τα έχει όλα,ίσως να φταίει ότι είμαι απο νησί και η μετακίνηση εκτός του νησιού ειναι απο μόνος του ένας άθλος.
  Δεκαετια 90 περιμένουμε στο λιμάνι η μάνα μου να με κυνηγάει να καταπιώ
ένα κίτρινο πικρο χαπάκι που υποτίθεται ότι με βοηθάει να μην ζαλίζομαι (μούφα ψέματα , εχω εμπειρία).
  Το καραβι θα έρθει το ταξίδι θα ξεκινήσει και όταν φτάσουμε στον Πειραιά ,θα ξεκινήσει η δεύτερη φάση που θα πάμε οδικός στο χωριό .
  Εδώ θα κόψω ένα μεγάλο κομμάτι και θα το κάνω γιατι δεν θελω να μιλήσω για το ταξίδι, αλλα τι θυμάμαι.
  Να ξυπνάς που λές το πρωι η αν έχεις την τύχη να φτάνεις απόγευμα , προς το σούρουπο εκει που η ατμοσφαιρα χαιρετά τον ήλιο με ένα υπέροχο μοβ που εναλλάσσεται σε ένα ερωτικο ροζ πάντα μου άρεσε αυτή η ώρα, να βγαίνεις και να έχεις την μυρωδια ενος βρεγμενου καπνού ανακατεμενο με φρεσκοκομμένο καφέ και ας είσαι μικρός και δεν μπορεις να δοκιμάσεις. Σε κάθε αυλή έβλεπες όσο χώραγε το μάτι σου κρεμασμενα κομμένα καπνά να ξεραθούν στον ήλιο για να μαζευτούν να πουληθούν, μια ομορφια περήφανη να επιδεικνύει τις καμπύλες της καθως ο χρόνος θα της εδινε αυτον τον ωραιο χρυσαφι-ξανθο μανδύα. Αυτην την ξανθιά να την αγαπάς. Έχει τον ήλιο μέσα της. Αυτο που άλλαζε ήταν το απόγευμα όταν οι αγρότες φέρνουν την καινουργια σοδεια η απλά γυρνάνε. πλένανε τα πόδια και τα χερια που ήταν μαυρα απο τον καπνό τα χρώμα του χεριού άλλαζε από μαύρο κατράμι σε ένα ξεβαμένο καφέ η γκρι με νότες μαύρου σχεδόν ποτέ δεν καθάριζε.
  Γεμιζε μαυρίλα ο τόπος τα χέρια το πλακάκι στην βεραντα, το λάστιχο, το χωράφι. Αυτην την ξανθια να την αγαπάς έχει τον κόπο του αγρότη που την μάζεψε.
  Θυμάμαι ένα περαστικό όπου η μάνα φωνάζει στον γιο τι θα φάς και ο γιος απαντάει έχει σημασία; Εκεί δεν το είχα καταλάβει αλλά όταν μαζεύεις τον καπνό ποτίζεις απο την πίσσα του και ότι φάς, έχει την πίκρα του καπνού.
Αυτην την ξανθια να την αγαπάς έχει τον κόπο του αγρότη που την μάζεψε, και της γεύσεις που στερήθηκε.
Μεγάλωσα, πήρα και της πιπες μου δοκίμασα και τον καφέμου. Εφτασε η ώρα να πάρω την πρώτη μου βιρτζίνια-καπνό. Μπορει να μην μιλάει Ελληνικά αλλά την αγάπησα έχει το ξανθό χρώμα σαν αυτο στο χωριο, έχει τον ήλιο μέσα της και τον κόπο ενός αγρότη που την μάζεψε. Αυτην την ξανθιά να την αγαπάς, όπως την αγαπω και εγώ.
  Μεγάλωσε με αγάπη στερήσεις, και κόπο, αναψε την αλλα με σεβασμό και Αγάπη όπως την φρόντισε ο αγρότης που την καλλιέργησε και την μάζεψε.


Υστ. Αυτο το κείμενο το αφιερώνω στο Λιάκο και στην μάνα του Ειρήνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου